λιθόσπερμον

λιθόσπερμον
λιθόσπερμον
gromwell
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λιθοσπέρμου — λιθόσπερμον gromwell neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθόσπερμα — λιθόσπερμον gromwell neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθόσπερμο — (Lithospermum). Γένος σωληνανθών φυτών της οικογένειας των βοραγινιδών. Στο γένος ανήκουν φυτά με τριχωτό βλαστό, που ζουν σχεδόν σε όλες τις χώρες του κόσμου. Τα λ. είναι ποώδη ή ξυλώδη φυτά, με καρπό που αποτελείται από τέσσερα σκληρά αχαίνια.… …   Dictionary of Greek

  • ՔԱՐԱՍԵՐՄՆԻԿ — ( ) NBH 2 0996 Chronological Sequence: Unknown date գ. λιθόσπερμον lithospermum. Խոտ բուսեալ ʼի քարուտ տեղիս, որոյ սերմն կարծր յոյժ՝ է որպէս զկորեակ: Բժշկարան …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”